ἀγγελικά

ἀγγελικά
ἀγγελικός
of
neut nom/voc/acc pl
ἀγγελικά̱ , ἀγγελικός
of
fem nom/voc/acc dual
ἀγγελικά̱ , ἀγγελικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αγγέλικα — (Αστρον). Μικρός αστεροειδής που ανακαλύφθηκε το 1921 …   Dictionary of Greek

  • ἀγγελικάς — ἀγγελικά̱ς , ἀγγελικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγελομάτης — ισσα (και ούσα), ικο αυτός που έχει αγγελικά, όμορφα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + μάτι] …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… …   Dictionary of Greek

  • Ακινάτης, Θωμάς — (Tommaso d’ Aquino, Ροκασέκα 1225 – Φοσανόβα 1274). Άγιος της Δυτ. Kαθολικής Εκκλησίας, Ιταλός θεολόγος και φιλόσοφος. Η οικογένειά του, μεγάλη και παλιά, λογγοβαρδικής καταγωγής, τον αφιέρωσε σε ηλικία πέντε ετών στο μοναστήρι του Μοντεκασίνο.… …   Dictionary of Greek

  • Μεταστάσιο ή Μεταστάζιο — (Pietro Metastasio, Ρώμη 1698 – Βιέννη 1782). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ιταλού ποιητή Πιέτρο Ντομίνικο Αρμάντο Τραπάσι (Pietro Dominico Armando Trapasi). Κηδεμόνας του ήταν ο Γκραβίνα, ο οποίος του κληροδότησε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του… …   Dictionary of Greek

  • angelică — ANGELÍCĂ s.f. 1. Plantă erbacee aromatică, cu frunze mari şi cu flori alb verzui, a cărei rădăcină se întrebuinţează în farmacie (Angelica archangelica); 2. Băutură alcoolică preparată din această plantă. [var.: anghelícă s.f.] – Din ngr.… …   Dicționar Român

  • Стихира — (греч. στιχηρα, букв. многостишие ) в православном богослужении песнопение, написанное стихотворным размером или присоединяемое к стихам псалмов (откуда и название). Каждая С. характеризуется двумя признаками: 1) местом в структуре определенного… …   Российский гуманитарный энциклопедический словарь

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”